- φραγνυμι
- φράγνυμιφράγνῡμιтж. med.1) огораживать, укреплять
(τὸ στρατόπεδον Plut.)
2) переграждать, заграждать(τὰ Πυρηναῖα ὄρη Plut.; Ἀΐδαο κελεύθους Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ στρατόπεδον Plut.)
(τὰ Πυρηναῖα ὄρη Plut.; Ἀΐδαο κελεύθους Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φράγνυμι — και φάργνυμι Α βλ. φράζω (II) … Dictionary of Greek
καταφράγνυμι — (Μ) (επιτ. τ. τού φράγνυμι*) καταφράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φράγνυμι «καλύπτω, προστατεύω»] … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
περιφράγνυμι — Α περιφράσσω, φράζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φράγνυμι «καλύπτω, προστατεύω»] … Dictionary of Greek
φάργνυμι — Α βλ. φράγνυμι … Dictionary of Greek